-
1 ἐπι-πρηνής
ἐπι-πρηνής, ές, vornüber geneigt wohin, ἰσϑμὸς χέρσῳ ἐπιπρηνὴς καταειμένος Ap. Rh. 1, 939, Schol. ἔμπροσϑεν.
См. также в других словарях:
επιπρηνής — ἐπιπρηνής, ές (Α) [πρηνής] 1. επικλινής, αυτός που κλίνει προς τα κάτω («Ἰσθμὸς χέρσῳ ἐπιπρηνὴς καταειμένος», Απολλ. Ρόδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιπρηνής ἐπὶ στόμα, λοξός» … Dictionary of Greek